- αγωνιστήριος
- -α, -οαγωνιστικός· το ουδ. ως ουσ., το αγωνιστήριο ο τόπος όπου γίνονται οι αγώνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀγωνιστηρίους — ἀγωνιστήριος place of assembly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστήριον — place of assembly neut nom/voc/acc sg ἀγωνιστήριος place of assembly masc acc sg ἀγωνιστήριος place of assembly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστηρίαν — ἀγωνιστηρίᾱν , ἀγωνιστήριος place of assembly fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστηρίῳ — ἀγωνιστήριον place of assembly neut dat sg ἀγωνιστήριος place of assembly masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστήρια — ἀγωνιστήριον place of assembly neut nom/voc/acc pl ἀγωνιστήριος place of assembly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)